lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθαρίζω στα γερμανικά

Λέξη:
καθαρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
abräumen, aufgeräumt, aufräumen, gereinigt, gesäubert, putzen, reinemachen, reinigen, säubere, säubern, wegräumen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καθαρίζω, καθαρίζω το φούρνο, καθαρίζω το σπίτι, καθαρίζω το σίδερο, καθαρίζω συνώνυμα, καθαρίζω σπανάκι, καθαρίζω στα γερμανικά, abräumen στα ελληνικά
καθαρίζω στα γερμανικά