lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθαρίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
καθαρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
apurar, assear, depurar, escamar, limpar, mondar, purgar, purificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καθαρίζω, καθαρίζω το φούρνο, καθαρίζω το σπίτι, καθαρίζω το σίδερο, καθαρίζω συνώνυμα, καθαρίζω σπανάκι, καθαρίζω στα πορτογαλικά, apurar στα ελληνικά
καθαρίζω στα πορτογαλικά