lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κομμωτής στα δανική

Λέξη:
κομμωτής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
barber, frisør
Σχετικές λέξεις:
δανική κομμωτής, κομμωτήσ τεχνικόσ περιποίησησ κόμησ, κομμωτήσ στέφανοσ βασιλάκησ, κομμωτής του κολωνακίου, κομμωτής στα αγγλικά, κομμωτής με πλαστό πτυχίο νοσηλευτικής διορίστηκε διοικητής νοσοκομείου, κομμωτής στα δανική, barber στα ελληνικά
κομμωτής στα δανική