lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σηκώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σηκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (25):
abolir, afastar, aguentar, alar, altear, anular, apartar, ascender, construir, criar, cultivar, edificar, educar, elevar, empinar, erguer, erigir, exaltar, levantar, melhorar, realizar, subida, subir, suspender, sustentar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σηκώνω, σηκώνω ύψωμα, σηκώνω το γάντι, σηκώνω τα χέρια ψηλά, σηκώνω συνώνυμα, σηκώνω παντιέρα, σηκώνω στα πορτογαλικά, abolir στα ελληνικά
σηκώνω στα πορτογαλικά