lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κομμωτής στα βουλγαρικά

Λέξη:
κομμωτής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά κομμωτής, κομμωτήσ τεχνικόσ περιποίησησ κόμησ, κομμωτήσ στέφανοσ βασιλάκησ, κομμωτής του κολωνακίου, κομμωτής στα αγγλικά, κομμωτής με πλαστό πτυχίο νοσηλευτικής διορίστηκε διοικητής νοσοκομείου, κομμωτής στα βουλγαρικά, фризьор στα ελληνικά
κομμωτής στα βουλγαρικά