lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούτσουρο στα δανική

Λέξη:
κούτσουρο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
bul, dumrian, dåre, fjols, idiot, imbecil, kretiner, krop, legeme, stam, stamme, stubbe, torso, trestamme, tumling, tåge
Σχετικές λέξεις:
δανική κούτσουρο, ονειροκριτης κούτσουρο, κούτσουρο κοπής κρέατος, κούτσουρο καπνοκαθαριστής, κούτσουρο καθαρισμού καμινάδας, κούτσουρο καθαρισμού, κούτσουρο στα δανική, bul στα ελληνικά
κούτσουρο στα δανική