lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούτσουρο στα πορτογαλικά

Λέξη:
κούτσουρο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
asno, burro, cepa, estúpido, idiota, imbecil, parvo, tocos, tolo, tronco
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κούτσουρο, ονειροκριτης κούτσουρο, κούτσουρο κοπής κρέατος, κούτσουρο καπνοκαθαριστής, κούτσουρο καθαρισμού καμινάδας, κούτσουρο καθαρισμού, κούτσουρο στα πορτογαλικά, asno στα ελληνικά
κούτσουρο στα πορτογαλικά