lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούτσουρο στα ουκρανικά

Λέξη:
κούτσουρο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
бичок, гусак, дурень, дурний, дурніти, корч, обдурити, обдурювати, пень, пінь, стовбур
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κούτσουρο, ονειροκριτης κούτσουρο, κούτσουρο κοπής κρέατος, κούτσουρο καπνοκαθαριστής, κούτσουρο καθαρισμού καμινάδας, κούτσουρο καθαρισμού, κούτσουρο στα ουκρανικά, бичок στα ελληνικά
κούτσουρο στα ουκρανικά