lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούτσουρο στα λευκορωσίας

Λέξη:
κούτσουρο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
дурнець, пень, ствол, карчага, корч
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κούτσουρο, ονειροκριτης κούτσουρο, κούτσουρο κοπής κρέατος, κούτσουρο καπνοκαθαριστής, κούτσουρο καθαρισμού καμινάδας, κούτσουρο καθαρισμού, κούτσουρο στα λευκορωσίας, дурнець στα ελληνικά
κούτσουρο στα λευκορωσίας