lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυμαίνομαι στα δανική

Λέξη:
κυμαίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
ændre, bytte, forandre, omkastning, skifte, veksle
Σχετικές λέξεις:
δανική κυμαίνομαι, κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα, κυμαίνομαι στα δανική, ændre στα ελληνικά
κυμαίνομαι στα δανική