lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λίπος στα δανική

Λέξη:
λίπος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
diger, fed, fedt, fedtet, fedtstof, grov, lubben, smult, stor, talg, tyk
Σχετικές λέξεις:
δανική λίπος, λίπος φώκιας, λίπος στο συκώτι, λίπος στο στομάχι, λίπος στο στήθος, λίπος στην κοιλιά γυναίκες, λίπος στα δανική, diger στα ελληνικά
λίπος στα δανική