lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λίπος στα ιταλικά

Λέξη:
λίπος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
adiposo, denso, fitto, forte, grasso, grassoccio, grosso, grossolano, ingombrante, paffuto, pingue, sguaiato, spesso, strutto, unto, untume, untuoso
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά λίπος, λίπος φώκιας, λίπος στο συκώτι, λίπος στο στομάχι, λίπος στο στήθος, λίπος στην κοιλιά γυναίκες, λίπος στα ιταλικά, adiposo στα ελληνικά
λίπος στα ιταλικά