lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λίπος στα ρωσικά

Λέξη:
λίπος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
большой, грубый, густой, жирен, жирный, жировой, крупный, маслянистый, масляный, объемистый, приправа, смалец, толстый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά λίπος, λίπος φώκιας, λίπος στο συκώτι, λίπος στο στομάχι, λίπος στο στήθος, λίπος στην κοιλιά γυναίκες, λίπος στα ρωσικά, большой στα ελληνικά
λίπος στα ρωσικά