lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λίπος στα πορτογαλικά

Λέξη:
λίπος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
banha, basto, bárbaro, crasso, denso, espesso, gordo, gordura, grande, grasno, graxa, grosseiro, mantenha, oleoso, seboso, tosco, unto, untuoso, volumoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λίπος, λίπος φώκιας, λίπος στο συκώτι, λίπος στο στομάχι, λίπος στο στήθος, λίπος στην κοιλιά γυναίκες, λίπος στα πορτογαλικά, banha στα ελληνικά
λίπος στα πορτογαλικά