lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίρνω στα δανική

Λέξη:
παίρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
anskaffe, dyrke, fjerne, fratag, få, grape, gribe, modtage, okkupere, skaffe, tage
Σχετικές λέξεις:
δανική παίρνω, παίρνω των ομματιών μου, παίρνω το κολάι, παίρνω την ευθύνη στίχοι, παίρνω την ευθύνη, παίρνω συνώνυμα, παίρνω στα δανική, anskaffe στα ελληνικά
παίρνω στα δανική