lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίρνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
παίρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
aceitar, admitir, agarrar, agenciar, conseguir, encher, obter, ocupar, preencher, receber, recobrir, sacar, tirar, tomar, topar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παίρνω, παίρνω των ομματιών μου, παίρνω το κολάι, παίρνω την ευθύνη στίχοι, παίρνω την ευθύνη, παίρνω συνώνυμα, παίρνω στα πορτογαλικά, aceitar στα ελληνικά
παίρνω στα πορτογαλικά