lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίρνω στα σουηδικά

Λέξη:
παίρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (16):
annektera, befatta, behjärta, bemäktiga, engagera, erhålla, fasttaga, frånta, få, handlägga, råka, skaffa, sysselsätta, syssla, ta, uppta
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά παίρνω, παίρνω των ομματιών μου, παίρνω το κολάι, παίρνω την ευθύνη στίχοι, παίρνω την ευθύνη, παίρνω συνώνυμα, παίρνω στα σουηδικά, annektera στα ελληνικά
παίρνω στα σουηδικά