lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίρνω στα ουγγρική

Λέξη:
παίρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (22):
behajt, beszed, egybekel, elfoglal, elvenni, elvesz, foglal, foglalkozik, foglalni, fogni, jut, kerül, lefoglalni, megfogni, megkap, megkapni, megragadni, megszerezni, szedni, tart, venni, összeházasodik
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική παίρνω, παίρνω των ομματιών μου, παίρνω το κολάι, παίρνω την ευθύνη στίχοι, παίρνω την ευθύνη, παίρνω συνώνυμα, παίρνω στα ουγγρική, behajt στα ελληνικά
παίρνω στα ουγγρική