lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίρνω στα νορβηγικά

Λέξη:
παίρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (20):
anskaffe, befatta, besette, drive, dyrke, fjerne, frata, få, godta, gripe, okkupere, oppkreve, oppta, råka, skaffa, skaffe, sysselsette, ta, vie, vigde
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά παίρνω, παίρνω των ομματιών μου, παίρνω το κολάι, παίρνω την ευθύνη στίχοι, παίρνω την ευθύνη, παίρνω συνώνυμα, παίρνω στα νορβηγικά, anskaffe στα ελληνικά
παίρνω στα νορβηγικά