lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σηκώνω στα πολωνική

Λέξη:
σηκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
dźwigać, podnieść, podnosić, uchylać, wywiesić, wywyższać, wznosić, wznoszenie
Σχετικές λέξεις:
πολωνική σηκώνω, σηκώνω ύψωμα, σηκώνω το γάντι, σηκώνω τα χέρια ψηλά, σηκώνω συνώνυμα, σηκώνω παντιέρα, σηκώνω στα πολωνική, dźwigać στα ελληνικά
σηκώνω στα πολωνική