lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σηκώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σηκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (12):
вывесіць, дарыць, насiць, павышаць, падаваць, паднімаць, падымаць, прыпадымаць, прыўздымаць, прыўзнімаць, узнімаць, частаваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σηκώνω, σηκώνω ύψωμα, σηκώνω το γάντι, σηκώνω τα χέρια ψηλά, σηκώνω συνώνυμα, σηκώνω παντιέρα, σηκώνω στα λευκορωσίας, вывесіць στα ελληνικά
σηκώνω στα λευκορωσίας