lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υψόμετρο στα δανική

Λέξη:
υψόμετρο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
højde, højdepunkt, øverst, størrelse, toppunkt
Σχετικές λέξεις:
δανική υψόμετρο, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο χορτιάτη, υψόμετρο της ψηλότερης κορυφής του μαινάλου, υψόμετρο πάρνηθας, υψόμετρο κοζάνης, υψόμετρο στα δανική, højde στα ελληνικά
υψόμετρο στα δανική