lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υψόμετρο στα σουηδικά

Λέξη:
υψόμετρο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
altitud, höjd, höjdnivå
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά υψόμετρο, υψόμετρο όλυμπος, υψόμετρο χορτιάτη, υψόμετρο της ψηλότερης κορυφής του μαινάλου, υψόμετρο πάρνηθας, υψόμετρο κοζάνης, υψόμετρο στα σουηδικά, altitud στα ελληνικά
υψόμετρο στα σουηδικά