lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ενήλικας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adult, big, grown, grown-up, grownup
ενήλικας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dospělý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erwachsen, groß
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
moden, voksen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adulto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adulte, nubile, pubère
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moden, voksen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взрослый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fullvuxen, vuxen
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възрастен
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
täisealine, täiskasvanu, täiskasvanud
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikaihminen, aikamies, aikuinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odrastao
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felnőtt
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulto
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dorosły

Σχετικές λέξεις

ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας στα αγγλικα, αυτιστικός ενήλικας, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ο ενήλικας