lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυροσβέστης στα εσθονική

Λέξη:
πυροσβέστης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
εσθονική πυροσβέστης, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστησ ισπανία έξωση, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξο αυτόχειρα, πυροσβέστης σαμ, πυροσβέστης στα εσθονική, tuletõrjuja στα ελληνικά
πυροσβέστης στα εσθονική