lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυροσβέστης στα ουκρανικά

Λέξη:
πυροσβέστης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
перевізник, пожежний, пожежник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πυροσβέστης, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστησ ισπανία έξωση, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξο αυτόχειρα, πυροσβέστης σαμ, πυροσβέστης στα ουκρανικά, перевізник στα ελληνικά
πυροσβέστης στα ουκρανικά