lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυροσβέστης στα ουγγρική

Λέξη:
πυροσβέστης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πυροσβέστης, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστησ ισπανία έξωση, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξο αυτόχειρα, πυροσβέστης σαμ, πυροσβέστης στα ουγγρική, tűzoltó στα ελληνικά
πυροσβέστης στα ουγγρική