lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυροσβέστης στα δανική

Λέξη:
πυροσβέστης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική πυροσβέστης, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστησ ισπανία έξωση, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξο αυτόχειρα, πυροσβέστης σαμ, πυροσβέστης στα δανική, brandmand στα ελληνικά
πυροσβέστης στα δανική