lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυροσβέστης στα λευκορωσίας

Λέξη:
πυροσβέστης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πυροσβέστης, συμβασιούχος πυροσβέστης, πυροσβέστησ ισπανία έξωση, πυροσβέστησ δίνει το φιλί τησ ζωήσ σε σκύλο, πυροσβέστης στην κίνα σώζει στον αέρα επίδοξο αυτόχειρα, πυροσβέστης σαμ, πυροσβέστης στα λευκορωσίας, пажарны στα ελληνικά
πυροσβέστης στα λευκορωσίας