lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ευσεβής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devotional, devout, god-fearing, godly, nonporous, nonreligious, pious, religious
ευσεβής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bohabojný, pobožný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
andächtig, fromm, gottesfürchtig, religiös
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
from
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
beato, devoto, piadoso, pío, religioso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dévot, pie, pieu, pieux, religieux, timoré
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
from, gudfryktig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благочестивый, богобоязненный, набожный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andäktig, from
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fetar
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
набожны, пабожны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harras, hurskas, jumalinen, uskonnollinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobožan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
jámbor, áhítatos
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dievobaimingas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beato, devoto, piedoso, pio, religioso
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zbožný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
благочестивий, набожний, побожний, щирий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bogobojny, nabożny, pobożny

Σχετικές λέξεις

ευσεβής κλίση, ευσεβής πόθος, ευσεβής μελωδία