ανταγωνιστικός στα αγγλικά ανταγωνιστικός στα γερμανικά ανταγωνιστικός στα γαλλικά ανταγωνιστικός στα ιταλικά ανταγωνιστικός στα ρωσικά ανταγωνιστικός στα φινλανδικά ανταγωνιστικός στα ουγγρική ανταγωνιστικός στα πορτογαλικά ανταγωνιστικός στα πολωνική
επιφυλακτικός στα αγγλικά εμπόρευμα στα ουκρανικά θεία στα νορβηγικά ακτινοβολία στα ουκρανικά λαιμαργία στα ρωσικά
λαιμαργία φαγητό ακτινοβολία για καρκίνο επιφυλακτικός συνώνυμα θεία λειτουργία μεγάλου βασιλείου εμπόρευμα ορισμός