lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόρευμα στα ουκρανικά

Λέξη:
εμπόρευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (32):
вклад, внесок, входження, вхід, відділ, відрізок, запис, керівник, клаузула, крам, лідер, майно, напій, параграф, переріз, перетин, пункт, підрозділити, підрозділяти, речення, речі, розділ, сегмент, секція, староста, стаття, товар, товари, товарний, частина, частинка, частка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εμπόρευμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα ορισμός, εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, εμπόρευμα στα ουκρανικά, вклад στα ελληνικά
εμπόρευμα στα ουκρανικά