lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα φινλανδικά

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
aparaatti, elin, kalu, koje, laite, laitos, työkalu, vehje, välikappale, väline
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα φινλανδικά, aparaatti στα ελληνικά
συσκευή στα φινλανδικά