lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα ιταλικά

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (18):
calzare, collocare, costituire, fondare, giocare, impiantare, indossare, insediare, installare, instaurare, mettere, piazzare, porre, presupporre, riporre, scommettere, situare, supporre
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα ιταλικά, calzare στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα ιταλικά