lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα ουκρανικά

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
влаштовувати, влаштувати, встановити, встановлювати, встановіть, засновувати, заснувати, знайдений, знайтися, складати, складіть, скласти, установити, установлювати, утворити, утворювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα ουκρανικά, влаштовувати στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα ουκρανικά