lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
acomodar, apostar, colocar, estabelecer, fundar, identificar, instalar, instaurar, instituir, meter, poder, por, pôr, situar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα πορτογαλικά, acomodar στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα πορτογαλικά