lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα δανική

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
anlægge, etablere, folde, fundere, installere, lægge, montere, oprette, stifte, stille, sætte, vædde
Σχετικές λέξεις:
δανική εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα δανική, anlægge στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα δανική