lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα αγγλικά

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (29):
adapt, allege, anticipate, assume, bet, deploy, deputize, establish, found, install, institute, load, locate, lodge, pawn, place, plant, plumb, posit, presume, presuppose, put, putt, set, settle, situate, stow, suppose, wear
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, adapt στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα αγγλικά