lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικυρώνω στα ιταλικά

Λέξη:
επικυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
approvare, avvalorare, concedere, confermare, omologare, ratificare, varare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά επικυρώνω, επικυρώνω συνώνυμο, επικυρώνω στα αγγλικά, επικυρώνω ορισμόσ, επικυρώνω λεξικό, επικυρώνω στα ιταλικά, approvare στα ελληνικά
επικυρώνω στα ιταλικά