lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικυρώνω στα αγγλικά

Λέξη:
επικυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (6):
affirm, allege, approve, assert, confirm, validate
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά επικυρώνω, επικυρώνω συνώνυμο, επικυρώνω στα αγγλικά, επικυρώνω ορισμόσ, επικυρώνω λεξικό, επικυρώνω στα αγγλικά, affirm στα ελληνικά
επικυρώνω στα αγγλικά