lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικυρώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επικυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
adoptar, aprovar, confirmar, declarar, ratificar, sancionar, validar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επικυρώνω, επικυρώνω συνώνυμο, επικυρώνω στα αγγλικά, επικυρώνω ορισμόσ, επικυρώνω λεξικό, επικυρώνω στα πορτογαλικά, adoptar στα ελληνικά
επικυρώνω στα πορτογαλικά