lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικυρώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
επικυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
угрунтоўваць, умацоўваць, усталёўваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επικυρώνω, επικυρώνω συνώνυμο, επικυρώνω στα αγγλικά, επικυρώνω ορισμόσ, επικυρώνω λεξικό, επικυρώνω στα λευκορωσίας, угрунтоўваць στα ελληνικά
επικυρώνω στα λευκορωσίας