lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα ιταλικά

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
adattare, adeguare, adoperare, adottare, amministrare, applicare, impiegare, imporre, pratica, sfruttare, sovrapporre, uniformare, usare, uso, utilizzare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα ιταλικά, adattare στα ελληνικά
εφαρμόζω στα ιταλικά