lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα νορβηγικά

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
administrere, ansette, antydning, anvende, benytte, bidra, bruka, bruke, etterkomme, pålegge, tilpasse, vatna
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα νορβηγικά, administrere στα ελληνικά
εφαρμόζω στα νορβηγικά