lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα γερμανικά

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (22):
anlegen, anpassen, anwenden, auflegen, aufsetzen, auftragen, befolgen, benutzen, bequemen, brauchen, einsetzen, gebrauchen, genießen, nutzen, schmiegen, umlegen, verwalten, verwenden, vorlegen, vornehmen, zutreffen, überziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα γερμανικά, anlegen στα ελληνικά
εφαρμόζω στα γερμανικά