lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
acomodar, adaptar, administrar, ajeitar, ajustar, aplicar, emplumar, empregar, infligir, instrumentalizar, pôr, usar, utilizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα πορτογαλικά, acomodar στα ελληνικά
εφαρμόζω στα πορτογαλικά