lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γόνατο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elbow, knee
γόνατο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
koleno, kolínko, loket, ohbí, ohyb, zákrut
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ellbogen, ellenbogen, knie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
albue, knæ, kone
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
codo, hinojo, rodilla
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coude, genou
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ginocchio, gomito
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
albue, kne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колено, локоть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knä
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bërryl, gju
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коляно
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
калена
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
küünarnukk, põlv
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyynärpää, polvi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koljeno, lakat
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
könyökcső, térd
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
alkūnė, kelis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cotovelo, hortelão, joelho, rodilha
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
koleno
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
koleno
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
градус, коліно, міра, ступінь
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kolano

Σχετικές λέξεις

γόνατο ανατομία, γόνατο πόνος, γόνατο του δρομέα, γόνατο κρακ, γόνατο των δρομέων - σύνδρομο λαγονοκνημιαίας ταινίας, γόνατο παθήσεις, γόνατο του άλτη, γόνατο χονδροπάθεια, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο μηνίσκος