lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα ιταλικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
altezza, ascesa, capezzolo, colle, collina, collinetta, eminenza, erezione, pendio, poggio, salita
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα ιταλικά, altezza στα ελληνικά
λόφος στα ιταλικά