lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα ουκρανικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
бугор, висота, височина, гора, горб, горбик, горбок, зріст, монтувати, мілина, пагорб, пагорок, піднятися, підійматися, сосок, сходити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα ουκρανικά, бугор στα ελληνικά
λόφος στα ουκρανικά