lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα τσεχική

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (28):
elevace, erekce, kopec, kopeček, kupa, mohyla, nárys, návrší, pahorek, pahrbek, postavení, povýšení, stoupání, svah, vrch, vršek, vyvýšenina, vzestup, vzpřímení, vztyčení, výstup, výstupek, výčnělek, výšina, výška, ztopoření, zvýšení, úbočí
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα τσεχική, elevace στα ελληνικά
λόφος στα τσεχική